Το Δυτικό Αλκάνταρε είχε ξεμείνει χρόνους από δροσερά αεράκια και βαριανάσαινε θειάφι. Κάτω από τον καυτό ήλιο το πολύχρωμο σκουπιδαριό σιγόβραζε στα ζουμιά του κι έκανε τις πέτρες στα σοκάκια του παζαριού να αχνίζουν δυσωδία. Χλωμά πρόσωπα πάνω σε ασθενικά κορμιά πήγαιναν και έρχονταν ανάμεσα από στριμωγμένους πάγκους με πραμάτεια κάθε λογής. Ό,τι ευχόσουν και ό,τι φοβόσουν μπορούσες να το βρεις σε εκείνο το αναθεματισμένο πανηγύρι. Κλεμμένα ρούχα που έντυσαν κάποτε όμορφες πριγκίπισσες, κοσμήματα που μπήκαν ενέχυρο μαζί με μεγάλα όνειρα σε τοκογλύφους, φρέσκα μαλλιά και ακονισμένα δόντια σε τιμή ευκαιρίας. Στις πιο σκοτεινές γωνιές πωλούνταν φρέσκο ανθρώπινο κορμί κι αν ήσουν λίγο κιμπάρης σίγουρα θα έβρισκες προς ενοικίαση και κάποια πρόχειρα συναισθήματα.
Κατά το απόγευμα οι πραματευτάδες τα μάζευαν, μέτραγαν το παραδάκι και τα στόματά τους απαιτούσαν να ξεφαρμακωθούν από τα ψέματα που είπαν για να ξεπουλήσουν. Ξεχύνονταν τότε στα καταγώγια, ξέπλεναν τις γλώσσες τους με αλκοόλ και με βρισιές, εξομολογούνταν στις πουτάνες τα κατορθώματα τους κι η τσατσά με δυο χάλκινα νομίσματα τους έδινε άφεση αμαρτιών. Οι ζητιάνοι άφηναν τα πόστα τους και έψαχναν σαν τυφλοπόντικες στα απομεινάρια της αγοράς μήπως ξέπεσε κανένα σάπιο φρούτο ή ακόμα καλύτερα κανένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο. Τα πονηρά χαμόγελα τους φώτιζαν στο σούρουπο κάτω από τα φαγωμένα από τις ψείρες μουστάκια τους. Ένιωθαν κι αυτοί πως ξεγελούσαν την ζωή για μια στιγμή, κατακτούσε η αφεντιά τους το Αλκάνταρε. Μέχρι να νυχτώσει, να βγουν οι μπεκρήδες σαν άγιοι τιμωροί ξανά στο δρόμο, να τους ρίξουν ένα χέρι ξύλο για να γιορτάσουν την κάθαρση τους και να πάνε όλοι ήσυχοι για ύπνο. Τίποτα δεν άλλαξε κι απόψε, δόξα τους χίλιους φτωχοδιάβολους.
Μία από αυτές τις σκοτεινές νύχτες που οι κάτοικοι της επί γης κολάσεως ξάπλωσαν ο καθένας στο δικό του περιθώριο, η Μέρυλ τρύπωσε σε μια αυλή και κάτω από μια γέρικη μουριά, κρύφτηκε να γεννήσει σαν το σκυλί. Ένα από τα σπίτια δίπλα στο ποτάμι της Λήθης που χώριζε το χωριό στα δύο, ήταν η κατάλληλη φωλιά για την απελπισία της. Τα νερά σχημάτιζαν έναν μικρό καταρράκτη σε εκείνο το σημείο και ίσως η βοή να έκρυβε ήχους ύποπτους κι επικίνδυνους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γεννούσε στα δεκαεννιά της χρόνια. Άλλες τρεις φορές άνοιξε τον κόλπο της για να δώσει ζωή σε έναν έκπτωτο άγγελο. Τις πρώτες δύο οι άρχοντες της πήραν τους γιους της, τους έκοψαν τα φτερά και τους έστειλαν στο Ανατολικό Αλκάνταρε, εκεί που, όπως έλεγαν, κοίμιζαν τα παιδιά για να προστατευθούν από την αρρώστια της ενηλικίωσης. Την τρίτη φορά η κόρη της γεννήθηκε νεκρή. Αυτή ήταν και η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή της ως τότε, γιατί της επιτράπηκε να την αγκαλιάσει και να της πει δυο λόγια διδακτικά.
Αν η ψυχή έχει κάποια σχέση με την αθωότητα, τότε αυτή είναι παροδική, έρχεται στα πρώτα χρόνια που ντύνεται με ανθρώπινο κορμί και φεύγει μαζί με τον πρώτο άδικο πόνο. Η Μέρυλ δεν θα εξαπατούνταν πάλι από έναν νόμο που δεν υπέγραψε κι ούτε φυσικά πίστευε πως άξιζε να τιμωρηθεί για αυτό. Απ΄ την άλλη, αν ο Μεγάλος Ταχυδακτυλουργός μάθαινε για την πράξη της, θα μάντευε την πιο σκληρή ποινή. Η μνήμη της έστελνε στα μάτια της καρέ καρέ εικόνες από την δίκη της Αμάντα που κάποτε παρακολούθησε. Ο αρχηγός και συνάμα δικαστής, καθόταν μόνος στα έδρανα του δικαστηρίου. Φορούσε όπως πάντα ένα λευκό πουκάμισο, το μαύρο κουστούμι με τη γραβάτα κι εκείνο το το ψηλόλιγνο καπέλο του ζογκλέρ, με τις τρεις κόκκινες και τις τρεις μπλε ρίγες τη μία πλάι στην άλλη, που στο ψηλότερο σημείο τους κόβονταν και έπεφταν προς τα εμπρός σαν υφασμάτινες γλώσσες ερπετού. Η Αμάντα τράβηξε ένα χαρτί από την τράπουλα με τα 52 φύλλα, είχε τις πιθανότητες με το μέρος της γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία εις βάρος της. Μόνο ένας ψευδομάρτυρας που την είδε τάχα να καθρεφτίζει το πρόσωπο της σε έναν λάκκο με βρωμόνερα και να χαμογελάει σε μια εφηβεία που βρισκόταν καθ οδόν. Ήταν το ομορφότερο κορίτσι στα πέριξ αλλά δεν είχε μάθει ακόμη να λέει ναι και είχε μία στις 52. Όμως ο Μεγάλος Ταχυδακτυλουργός μάντεψε σωστά το φύλλο της κι η τιμωρία στο Αλκάνταρε ήταν λιθοβολισμός για τους επαναστάτες του έρωτα. Κι αν για ένα πράγμα ήταν υπερήφανοι οι κάτοικοι αυτού του οχετού ήταν πως η δημοκρατία εδώ λειτουργούσε υποδειγματικά. Όλοι τους συμμετείχαν με ενθουσιασμό στα κοινά για να εκτελέσουν με τα χέρια τους τις ποινές που όριζε ο νόμος.
Στήριξε την πλάτη της στον κακοτράχαλο κορμό και άνοιξε τα κοκαλιάρικα πόδια της. Ο ιδρώτας κατηφόριζε από το μέτωπο της σαν λιωμένο χιόνι, δρόσιζε τα πυρωμένα ζυγωματικά της κι έσταζε από τη γωνία του πηγουνιού της πάνω στο πρησμένο στήθος της. Έσφιξε με τα δάχτυλα τα γόνατα της κι έσπρωξε παθιασμένα. Δυο ζωές καρδιοχτυπούσαν μέσα σε ένα σώμα που έλιωνε σαν κερί κι από χρόνια τρεμόσβηνε. Ανάσανε βαθειά, να πάρει κουράγιο να σπρώξει πάλι και της ήρθε να ξεράσει από τη μπόχα. Ζαλίστηκε. Συνέχισε να σπρώχνει ξαπλωμένη. Μάτωσε τα πόδια της, τα νύχια της μπήχτηκαν ως τα κόκαλα και μούδιασαν τα νεύρα της. Να φωνάξει, να μπορούσε να φωνάξει! Έγειρε το κεφάλι της και άρπαξε ένα χαμόκλαδο με τη γλώσσα της, το στερέωσε στο στόμα της και το δάγκωσε αποφασισμένη. Το κορμί της άρχιζε να σκίζεται στα δύο. Κι άλλο, κι άλλο! Ώσπου ένα μωρό αγοράκι έπεσε μπρούμυτα σε ένα βούρκο που μύριζε μάνα, χώμα, αίμα και αμνιακά υγρά. Δυο μουσκεμένα φτερά σκέπαζαν το μικρό της πλάσμα. Ανασηκώθηκε στα οπίσθια της, άρπαξε τον αυχένα του μέσα από την λάσπη, το σήκωσε και το γύρισε ανάσκελα. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, μια στάλα ορφανό αίμα κύλησε από μια γρατζουνιά στο κούτελο του προς τις διεσταλμένες κόρες του, σφάλισε τα βλέφαρα του και τα άνοιξε πάλι. Ακούστηκε το πρώτο κλάμα! “Μην κλαις”, τον παρακαλούσε, “μην κλαις”! Τον ξάπλωσε στο αριστερό της μπράτσο και με το δεξί χέρι έβαλε τον ομφάλιο λώρο στο στόμα της. Τον δάγκωσε με τα σκυλόδοντα της, τον μάσησε με τους τραπεζίτες της ώσπου κόπηκε. Το νεογέννητο έκλαψε ακόμα πιο δυνατά. “Μην κλαις, θα σωθούμε”. Ένα παράθυρό φωτίστηκε πίσω της.
Έδεσε το μωρό στο στήθος της κι εξαφανίστηκε στο μισοσκόταδο ενώ οι φωνές άναβαν ένα ένα τα κεριά στα σπίτια, ώσπου όλοι οι χωριάτες ξεσηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους σαν οργισμένος χείμαρρος που θα ξέχυνε την αγανάκτηση του στα σοκάκια. Η απέναντι όχθη βρισκόταν τόσο κοντά και ταυτόχρονα κείτονταν τόσο μακρυά. Ένας μόνο άνθρωπος είχε διασχίσει κάποτε το ποτάμι, κανείς δεν θυμόταν το πραγματικό του όνομα, το είχε ξεχάσει ολότελα κι αυτός, και όλοι τον φώναζαν “τρελό”. Μάλιστα και ο ίδιος συστηνόταν σαν “ο τρελός” με κάποια υποκριτική ενόχληση. Όταν αραίωσαν τα μαλλιά του και άσπρισαν τα γένια του, νέος ήταν ακόμη, παράτησε τη φρόνιμη ζωή και άρχισε τα κηρύγματα. Ρητόρευε για πράγματα ανήθικα, μήπως κάποια στιγμή αξιωθεί να λιθοβοληθεί και γλιτώσει από τα μαρτύρια της ψυχής. Μιλούσε για αγάπη άνευ όρων, για ανακατανομή του πλούτου, για σεβασμό στη διαφορετικότητα, για δικαιοσύνη, για ελευθερία. Τίποτα από αυτά βέβαια δεν θεωρήθηκε σημαντικό για να τιμωρηθεί, ήταν όλα θεότρελα. Έτσι αποφάσισε πως αφού φίλους δεν είχε και εχθρούς δεν μπορούσε να κάνει, δεν του έμενε άλλο από το να ξεκινήσει κάπου αλλού μια νέα ζωή. Βούτηξε στα νερά της Λήθης και είπαν πως τον είδαν στην απέναντι στεριά να φωνάζει ένα όνομα κι ύστερα να χάνεται μέσα στο δάσος. Λίγες ημέρες αργότερα προς έκπληξη όλων, εκτός του Μεγάλου Ταχυδακτυλουργού, εμφανίστηκαν αλιγάτορες στο ποτάμι και αποφασίστηκε η δυτική όχθη να περιφραχτεί με συρματόπλεγμα για την ασφάλεια των κατοίκων.
Ο μοναδικός λογικός τρόπος για να περάσει κάποιος στο ανατολικό Αλκάνταρε ήταν από την γέφυρα που φρουρούσαν οι Πλανεμένοι. Αυτοί οι φύλακες του νόμου κουβαλούσαν πάντα μια αδιαπέραστη διάφανη ασπίδα, είχαν δεμένο στη μέση τους ένα κλαρί ελιάς για να δέρνουν τους ζητιάνους ή όποιον άλλο χρειαζόταν, ενώ στην άλλη πλευρά του ζωναριού τους κρεμόταν ένα σπαθί που εκτόξευε λιωμένο μέταλλο. Βέβαια, ο κύριος λόγος που προκαλούσαν φόβο δεν ήταν ο οπλισμός τους, αλλά η μεγάλη τύχη τους, αφού ποτέ, όποιο κι αν ήταν το παράπτωμα τους, δεν κατάφερε ο δικαστής να μαντέψει το χαρτί τους. Όταν η Μέρυλ πλησίαζε την γέφυρα κανένα θαύμα δεν είχε συμβεί όπως έλπιζε. Ο κλοιός από το ποδοβολητό και τις κραυγές του πλήθους όλο και στένευε. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν κάτω από την γέφυρα και σφήνωσε το κορμί της ανάμεσα στο συρματόπλεγμα και τα θεμέλια. Το μωρό είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της από το ταρακούνημα του τρεχαλητού. Ο δρόμος γέμισε από αναμμένους πυρσούς, οι σκιές από τις φλόγες σαν πύρινες γλώσσες αναζητούσαν αδιάκριτα ένα θύμα να δαγκώσουν. “Δίκη! Δίκη”, φώναζε το αλαφιασμένο πλήθος που απαιτούσε δικαιοσύνη και θέαμα.
Όπως συχνά συμβαίνει, ο κόσμος δεν δίνει σημασία σε έναν άνθρωπο δίπλα του που παλεύει για την ζωή του, προσπερνάει και κάνει πως δεν βλέπει. Έτσι η Μέρυλ περίμενε καρτερικά, ίσως η αδιαφορία να ήταν το θαύμα που πρόσμενε. Όμως δεν ήταν. Από μια τρύπα στο συρματόπλεγμα ένα ερπετό αναδύθηκε και σύρθηκε προς το μέρος της. Στριμώχτηκε σε μια γωνία, κοίταξε τις σκάλες που λίγο νωρίτερα είχε κατέβει. “Θάνατος”! “Προστατέψτε τα παιδιά”! Προτιμούσε έναν ηρωικό θάνατο από την αυτοκτονία. Τα κίτρινα μάτια του αλιγάτορα την κάρφωναν κι εκείνη σπαρταρούσε, το μυαλό της πνιγόταν μέσα στον φόβο και σάλευε. Τα σαγόνια άνοιξαν έτοιμα να δοκιμάσουν ένα μεζέ από το ανθρώπινο κλαράκι όμως η φτέρνα της μάνας προσγειώθηκε πάνω στο μάτι του αμφίβιου τέρατος. Σάστισε για λίγο αλλά επέστρεψε εξαγριωμένο. Για κάμποσα λεπτά πάλευε με τον αλιγάτορα και τον πανικό της στην όχθη, μέχρι που δεν άντεξε άλλο και αφέθηκε στο δάγκωμα του. Το ερπετό έκλεισε στα σαγόνια του τον μηρό της, όμως τίποτα δεν συνέβη. Η Μέρυλ δεν πονούσε. Άνοιξε με τα χέρια της το στόμα του και αντίκρισε μια λαστιχένια οδοντοστοιχία, ανίκανη να την τραυματίσει. Έπεσε πάνω του λιπόθυμη από την εξάντληση κι εκείνος την τράβηξε μαζί του στο ποτάμι, μέχρι την ανατολική όχθη.
————————————————————————————————————————
Ο βασιλιάς χειμώνας είχε από χρόνια εξοστρακίσει κάθε άλλη εποχή και οι νιφάδες του χιονιού έραιναν μονότονα τον τεράστιο γυάλινο θόλο που περιέβαλε το χωριό. Οι λευκές νεράιδες του νερού αργοπέθαιναν και τα υγρά πτώματα τους γλιστρούσαν στο τζάμι σαν κομήτες που έχασαν τον δρόμο τους και φλέγονταν σε μια αφιλόξενη ατμόσφαιρα. Αυτές οι στάλες που λαμπύριζαν στο μισοσκόταδο ήταν τα μοναδικά αστέρια που είχαν δει ποτέ στα λιγοστά χρόνια της ζωής τους οι κάτοικοι του Ανατολικού Αλκάνταρε. Τα εξήντα τέσσερα ασπρόμαυρα πλακάκια της κεντρικής πλατείας εκπαιδεύσεως ανέβλυζαν χλώριο μην αφήνοντας περιθώριο επιβίωσης σε οποιαδήποτε μορφή δημιουργικότητας ή άλλης κακόβουλης εισβολής επικίνδυνων για την τάξη μικροβίων. Περιμετρικά ήταν τοποθετημένα τα πρότυπα κλουβιά αναπαύσεως των νεαρών πολιτών, απαλλαγμένα από τα αντιαισθητικά κάγκελα που είχαν δώσει τη θέση τους σε γυάλινους τοίχους με μια καταπληκτική ιδιότητα: Οι μαθητές μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ελεγχθούν αλλά όταν εκείνοι κοιτούσαν έξω από τη φυλακή τους το μόνο που αντίκριζαν ήταν το εμπλουτισμένο με ενοχές είδωλο τους.
Πάνω στην χλωριούχα σκακιέρα αγόρια και κορίτσια προσεύχονταν κάθε πρωί σε έναν θεό Ήλιο που ποτέ δεν είχαν δει αλλά εκείνος τους παρακολουθούσε αδιάκοπα και τους προστάτευε από τον κακό εαυτό τους. Τον ευχαριστούσαν για τα δεινά τους και μετανιωμένα ζητούσαν συγχώρεση για τις πληγές που είχαν πίσω από τους ώμους, σημάδια όπως διδάχθηκαν από ένα προπατορικό αμάρτημα. Έπειτα από το τυπικό λατρείας ξεκινούσε η διαδικασία της μάθησης. Ένα παιδί διάβαζε διαστρεβλωμένες ιστορίες ξανά και ξανά μέχρι να μάθει να πιστεύει στα ψέμματα, κάποια άλλα μάθαιναν τι σημαίνει φόβος κι ένα πρωτάκι πρωτογνώριζε τους αριθμούς μετρώντας τιμωρίες για λάθη που δεν είχε κάνει. Τα πρόσωπα τους ήταν βαμμένα με λευκή μπογιά, από εκείνη που βάφονται οι βουβοί ηθοποιοί και αντί για μάτια είχαν στερεμένες λίμνες με βυθό από αλάτι. Κάθε τρία χρόνια διεξαγόταν ο μεγάλος διαγωνισμός, μετρούσαν το ύψος τους, το βάρος τους, τις σκέψεις τους κι οτιδήποτε άλλο τα χαρακτήριζε. Ο διαγωνιζόμενος που απείχε περισσότερο από κάθε χαμηλό και υψηλό άκρο ήταν το παράδειγμα προς μίμηση, το δέρμα του ξεβαφόταν για να τον θαυμάζουν όλοι και του αποδιδόταν τιμητικά το όνομα Μέσος Όρος. Κανένα άλλο παιδί δεν είχε δικαίωμα στην κατοχή ονόματος εκτός από τον Μέσο Όρο και τον Μικρό Πρίγκηπα, σοφό αρχηγό της κοινότητας.
Μια μέρα είχε έρθει στο χωριό ένας ταξιδιώτης που δεν ήταν καλά στα μυαλά του. Τον είδαν στις όχθες του ποταμιού να φυλάει το χώμα, να φωνάζει πως το όνομα του είναι Άγγελος κι ύστερα να μπαίνει τρέχοντας στον θόλο. Ο μικρός Πρίγκηπας για να κρίνει αν ήταν φίλος, όρθωσε το πελώριο κορμί του και τον ρώτησε: “Τι είναι πραγματικότητα”; Κι εκείνος απάντησε: “Πραγματικότητα είναι αυτό που σου ζητάνε οι άλλοι να αποδεχθείς όταν δεν μπορούν να σου εξηγήσουν γιατί πρέπει να σκοτώσεις τα όνειρα σου”. Αμέσως επικυρήχθηκε και κυνηγήθηκε ως τα ματωμένα βράχια όπου εξαφανίστηκε. Ένας απαγορευμένος θρύλος έλεγε πως βρήκε στην κοιλάδα των ανεκπλήρωτων ευχών απομεινάρια από ξεπουπουλιασμένα φτερά, τα κόλλησε με το πικρό μέλι της μοναξιάς κι από τότε πετάει πάνω από τα σύννεφα και στέλνει αλλόκοτα όνειρα σε όποιον στον ύπνο του τον συλλογιέται.
Όταν η Μέρυλ ξύπνησε από τον σκοτεινό της ύπνο, ο μικρός γιος της έτρεχε ανάμεσα στους θάμνους συντροφιά με μια παρέα από ενθουσιασμένους λαγούς κι έπαιζε κρυφτό με τα πουλιά του δάσους χασκογελώντας. Οι ξανθές μπούκλες του χοροπηδούσαν πάνω στους καλυμμένους με το μάλλινο πανωφόρι ώμους του και τα πράσινα του μάτια άστραφταν σκανταλιάρικα στο πρόσωπο του. Γονάτισε μπροστά του, ακούμπησε τα χείλη της στο δέρμα του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τα μάγουλα της ποτίστηκαν δάκρυα. Δεν θα τον άφηνε ποτέ ξανά, το ορκίστηκε, κι η αγάπη της δάνεισε στο ψέμα τα ζεστά ρούχα μιας αλήθειας που αναγκαστικά απέμεινε γυμνή για μια συνάντηση στο μέλλον. Εκείνος δεν κατάλαβε πως θα γινόταν να μη τον αφήσει ποτέ πάλι, αφού στιγμή ως τώρα δεν τον είχε αφήσει. Όλα αυτά τα χρόνια που η μητέρα του κοιμόταν στο κρεβάτι της θλίψης εκείνος τρεφόταν από αυτήν, ξάπλωνε τα βράδια πάνω της για να ζεσταθεί κι όταν φοβόταν κρυβόταν ανάμεσα στα πόδια της.
Πίσω από τον κορμό ενός έλατου δυο παραπονεμένα μάτια που δεν ήξεραν να κρύβονται παρακολουθούσαν με έκπληξη αυτή την περίεργη ανθρώπινη συνδιαλλαγή. “Αν ήρθατε από το πουθενά σίγουρα κάνατε μεγάλο ταξίδι, ακολουθήστε με”. Τους είπε με διστακτική υπερηφάνεια πως το όνομα του είναι Μέσος Όρος και υποσχέθηκε να τους οδηγήσει στο Ανατολικό Αλκάνταρε και να ζητήσει από τον αδερφό του τον Μικρό Πρίγκηπα να τους φιλοξενήσει. Έπειτα από λίγα λεπτά περπάτημα και κάποιες ισχνές περιγραφές για το χωριό του και τους συμμαθητές του, η Μέρυλ είχε αφήσει πίσω τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή εκεί και είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για να εισέλθει στο βασίλειο των παγωμένων συναισθημάτων. Περνούσαν μπροστά από την πλατεία εκπαιδεύσεως και κανένα από τα παιδιά δεν τους έδινε σημασία όταν ο μικρός παραπονέθηκε ότι πονούσαν τα φυλακισμένα φτερά του. Αυτές οι μικρές αλεπούδες έτριξαν τα δόντια τους και το αλάτι άστραψε μέσα στις στερεμένες λίμνες τους. Τους πήραν στο κατόπι γρυλίζοντας εχθρικά ώσπου μπήκαν στην αίθουσα του Αρχηγού.
Η Μέρυλ δεν είχε σταματήσει να σφίγγει την παλάμη του γιου της, όμως τώρα τα δάχτυλά της χαλάρωσαν μουδιασμένα. Έστεκε μπροστά της θυμωμένο ένα ολόγραμμα του Μικρού Πρίγκηπα, σαν φάντασμα πλανιόταν στον αέρα ως το ταβάνι. Η φωνή του στερεοφωνική, αντιλαλούσε στο παγωμένο δωμάτιο. “Σας περίμενα”. “Πονάει η πλάτη μου” παραπονέθηκε αφελώς ο μικρός. Εκείνη προσπάθησε να ενώσει τις κατακερματισμένες σκέψεις της, οι νότες της φαντασίας είχαν μπλεχτεί με την μουσική της πραγματικότητας αφήνοντας τα αυτιά της να ακούνε ένα φάλτσο τραγούδι. Και τότε θυμήθηκε: “Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά, την ουσία τα μάτια δε μπορούν να τη δουν”, έκλεισε τα μάτια και τον είδε. Πίσω από το φάντασμα, σε ένα κρεββάτι από πάγο ξαπλωμένος ο αληθινός Μικρός Πρίγκηπας με τα ξανθά μαλλιά και την άσπρη βράκα κοιμόταν για χρόνια με ένα αθώο χαμόγελο στα χείλη του. Σε ένα όνειρο φρόντιζε το αγαπημένο του λουλούδι και ταξίδευε από πλανήτη σε πλανήτη ανακαλύπτοντας το σύμπαν. “Είναι απάτη” μονολόγησε η Μέρυλ και ο Μέσος Όρος αφήνοντας την απογοήτευση του επιτέλους ελεύθερη έγνεψε καταφατικά, “Είναι μια φυλακή”. Τα φτερά του παιδιού δεν άντεξαν άλλο. Έσκισαν το μάλλινο πλεχτό και τεντώθηκαν στον κρύο αέρα. “Πιάστε τους” διέταξε το φάντασμα και η πόρτα βρόντηξε από τις νυχιές και τα δόντια των μικρών αλεπούδων. “Ακολουθήστε με” φώναξε ο Μέσος Όρος που ήδη είχε ανοίξει μια μυστική έξοδο και ήταν έτοιμος να αποδράσει μαζί τους.
Θα είχαν περάσει κάμποσες νύχτες όταν η συνοδεία έφτασε στα ματωμένα βράχια. Για δεύτερη φορά στη ζωή της η Μέρυλ συναντούσε λουλούδια. Η πρώτη ήταν όταν κάποτε έσκυψε πάνω από τη Λήθη και νόμιζε πως τα είδε να ανθίζουν στον βυθό της. Τώρα ένα εδώ, άλλο εκεί, αυτοί οι παράφρονες σπόροι είχαν αρνηθεί να ζήσουν στο γόνιμο χώμα και φύτρωναν πάνω στον κόκκινο γρανίτη. “Είναι οι ελπίδες” της είπε ο Μέσος Όρος, “Ήρθε η ώρα να φύγω”. “Που θα πας; Έλα μαζί μας.” “Πάντα ήθελα να δω το Δυτικό Αλκάνταρε”. Η Μέρυλ ήθελε να τον μεταπείσει, να του περιγράψει τι υπάρχει στην άλλη πλευρά αλλά ήταν ακόμη θολά τα όρια του ονείρου και της πραγματικότητας μέσα της για να δώσει συμβουλές. Πριν προλάβει να πει άλλη λέξη τον είδε να κατηφορίζει ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια όπως ένας κόκκινος ήλιος δροσίζεται μέσα στο θαλασσινό νερό. Ο “τρελός” που τον έλεγαν Άγγελο τους παρατηρούσε όρθιος πάνω σε έναν ολάνθιστο μενεξεδένιο βράχο με τα χέρια σταυρωμένα και τα φτερά του ανοιχτά να σκιάζουν την πλαγιά. “Ο γιος σου θα μάθει να πετάει εδώ” της είπε κι η γαλήνη του την τάραξε συθέμελα, “τι άλλο ζητάς”; “Τα παιδιά μου. Είχα άλλους δυο γιους που τους πήραν στο Ανατολικό Αλκάνταρε, μα δεν τους βρήκα πουθενά”. Ο Άγγελος πέταξε μέχρι δίπλα της και ο μικρός γελώντας σκαρφάλωσε στην πλάτη του, τύλιξε τα χέρια του στον αντρικό λαιμό κι έκλεισε τα βλέφαρα του. “Μέρυλ σε έναν κόσμο που εσύ είσαι ο δημιουργός του θα έπρεπε να είχες ήδη καταλάβει πως οι γιοι σου είναι οι μοναδικοί δύο άνθρωποι που συνάντησες στο Ανατολικό Αλκάνταρε” και πέταξε στον ουρανό για να διδάξει στον μαθητή του τον χορό των Αγγέλων. Εκεί κάτω, μόνη της πια, με συντροφιά την σιωπή των λουλουδιών, κατάλαβε πως δραπετεύοντας από την κόλαση του Αλκάνταρε είχε καταφέρει να σωθεί από τους δαίμονες της. Αν όμως ήθελε να σώσει τους αγγέλους της, έπρεπε να επιστρέψει και αυτή τη φορά να πολεμήσει.