Σου έχει τύχει ποτέ να νοιώθεις το σπίτι σου ξένο; Είναι δύσκολο. Μόνο αν φύγεις για λίγους μήνες ή χρόνια, πάρει μια ανάσα το μυαλό σου, μπορείς να καταλάβεις αν σου ανήκει ή αν του ανήκεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι ανήκουν στα σπίτια τους, όχι το αντίθετο. Στις αναμνήσεις, στα συναισθήματα όσων έζησαν εκεί μέσα, στα λόγια τους, στα βλέμματα τους και στις γυρισμένες πλάτες τους. Δεν είναι η υγρασία που ξερνάει τους σοβάδες, είναι τα δάκρυα που δεν κύλησαν ποτέ από τα μάτια τους. Χαράς ή λύπης. Κι εμείς βάφουμε και ξαναβάφουμε, να μην βγει τίποτα παραέξω. Βάψε το με άσπρο φωτεινό! Ένα χέρι, δύο χέρια, τρία, τέσσερα! Όσο πιο πολλά τα χέρια που δεν μας πήραν αγκαλιά, τόσο πιο πολύ χρώμα. Βάλε άσπρο πλαστικό, κάνε το νοσοκομείο. Στόλισε με ψεύτικα λουλούδια, άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η αρρώστια και να μπει φως. Μα δε φωτίζουν με ψέμματα ετούτα τα σκοτάδια, ούτε και γίνονται καλά οι αρρώστοι. Μόνο η αλήθεια φωτίζει, μόνο η αλήθεια γιατρεύει. Ποιος θα τολμήσει; Πως οι νεκροί θα δουν την αλήθεια σε έναν κόσμο που δε ζουν; Πέθαναν οι γονείς σου.

Κάποτε πήρα μια ανάσα. Γύρισα στο πατρικό μου και είδα ξεκάθαρα. Δεν ήταν οι κολώνες χτισμένες από τσιμέντο και από σίδερα. Ήταν μιζέρια το υλικό, ήταν η αυστηρότητα του πατέρα και η ανοχή της μάνας που τον ακολουθούσε, θεμέλια για να μεγαλώσει το παιδί. Κάθε τούβλο ένα έτσι πρέπει, και όσο και να κάρφωνα τους τοίχους με πρόκες τα γιατί μου, κάδρα τα όνειρα μου που τα ξεκρεμούσαν το πρωί. Κάθε παράθυρο ένα “κοίτα τα άλλα τα παιδιά τι κάνουν, γιατί δεν είσαι κι εσύ έτσι”; Περπάτησα στα σκονισμένα πλακάκια και τράβηξα τις κουρτίνες. Έπρεπε να το είχα κάνει νωρίτερα. Κρέμονταν από τους πολυέλαιους που ανάβαμε μόνο στις γιορτές οι πιο θλιμμένες μας ημέρες. Έπρεπε να ήμασταν χαρούμενοι. Κι όσο κι αν κάνεις υπομονή να μην είσαι ο εαυτός σου, είναι βιασμός να σου ζητάνε να χαμογελάσεις όταν ανάβουνε τα φλας. Τις μισώ τις γιορτές. Μα πιο πολύ τα γενέθλια. Άνοιξα την πόρτα και την έσπρωξα να κλείσει πίσω μου, ούτε που κοίταξα. Όχι επειδή πονούσα, επειδή δεν υπήρχε κάτι πια για να κοιτάξω. Ο ήχος τις πόρτας που έκλεισε ήταν σαν έκρηξη. Όπλισα την βόμβα και μέχρι να κατέβω τα σκαλιά όλο το σπίτι είχε καεί μέσα μου, μόνο οι στάχτες και μια ζάλη από καπνό θα με ακολουθούσε για πάντα, ενθύμιο μιας εποχής που κάποιοι με σκότωσαν παιδί για να ζήσω σαν κλόουν όταν μεγαλώσω.

Σου έχει τύχει ποτέ να βρίσκεσαι σε ένα ξένο μέρος και να αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου; Το πραγματικό σου σπίτι. Ακόμα και αν δεν έζησες ποτέ την οικειότητα ενός σπιτικού, την άνεση να είσαι ο εαυτός σου και την αποδοχή για αυτό, την αρμονία με την ψυχή σου, την αγάπη να βράζει στο πάτωμα που περπάτησες ξυπόλητος, την ανεμελιά να χοροπηδάς στα κρεβάτια, την μυρωδιά από το κάθε αντικείμενο που παλιώνει και την πόρτα να σου μιλάει με το τρίξιμο της, μπορείς να νοιώσεις το συναίσθημα. Έτσι ήταν η Μαδρίτη για εμένα. Περπατούσα στα χαμηλόφωτα σοκάκια, μπαινόβγαινα στα μπαρ και αισθανόμουν ότι έπαιζα κρυφτό στη γειτονιά. Εκείνους τους ψηλόλιγνους Ισπανούς και τις Ισπανίδες με τα κατσαρά μαλλιά και τα μεγάλα μάτια τους πέρασα για αδέρφια μου. Μου μιλούσαν και τους μιλούσα σαν να γνωριζόμασταν από τη γέννηση μας κι όμως ένα σφηνάκι πριν δεν τους ήξερα, ένα σφηνάκι μετά δεν θα τους έβλεπα ξανά. Φίλοι χαμένοι παιδικοί που τα έφερε έτσι η ζωή να μη τους συναντάς και να τους κουβαλάς μαζί σου. Ήμουν στο σπίτι μου. Το σπίτι που έφτιαξα εγώ για τον εαυτό μου. Με φώτα κίτρινες του δρόμου λάμπες, με κουζίνα τα μαγειρεία της συνοικίας, με καναπέδες τα σκασμένα από τον ήλιο και τη βροχή παγκάκια, με τραπέζι το γκαζόν της πλατείας. Με τηλεόραση το καλοκαιρινό σινεμά δίπλα στο παλιό σχολείο και μπάνιο την παραλία που ερωτεύτηκα για πρώτη μου φορά. Συγκάτοικους δεν είχα ποτέ, αν και ονειρευόμουν κρυφά να ξυπνούσαμε μαζί σε ένα ολόλευκο κρεβάτι. Μόνο κάτι γείτονες ξενύχτηδες, αλκοολικούς, περιθωριακούς ποιητές της ζωής και τροβαδούρους του θανάτου. Φασαριόζοι, σκυλιά που γαβγίζουν τη νύχτα πίσω από ασφαλισμένες πόρτες και όταν αυτές ανοίξουν, ησυχάζουν, πέφτουν και κοιμούνται με τα αυτιά σηκωμένα.

Ας κάνουμε κάτι παράνομο”! Μου είπες και τα μάτια σου είχαν εκείνη την παιδική πονηριά, όπως παλιά, όταν όλοι καταλάβαιναν ότι έχεις κάνει ζημιά κι εσύ νόμιζες πως θα μπορούσες να ξεγελάσεις τον κόσμο όλο. Ήταν τόσο ανόητο να κάνουμε κάτι παράνομο σε μια πόλη που δεν γνωρίζαμε τίποτα, στο νησί ήταν εύκολο μα δεν το ζήτησες. Εκεί ήξερες πάνω κάτω τι παράνομο μπορούσες να κάνεις, να αγοράσεις ναρκωτικά, να σπάσεις μια βιτρίνα, να κλέψεις, να χαράξεις ένα αυτοκίνητο, ήξερες αν θα έρθει η αστυνομία τι θα ακολουθούσε, τα ζύγιζες και το έκανες ή δεν το έκανες. Εδώ δεν ξέραμε τίποτα, ούτε καν αν βαράγανε οι μπάτσοι και πόσο σοβαρά έπαιρναν τη δουλειά τους. Όμως δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν θα το έκανα όταν το ζήτησες, ήμουν τόσο σίγουρος που ένιωθα σαν να το είχα κάνει πριν το ζητήσεις. “Πάμε από εδώ”, σου είπα χαμογελώντας και σε τράβηξα από το χέρι να με ακολουθήσεις.

Αφήσαμε πίσω μας τα στενά, περάσαμε τη λεωφόρο απέναντι και μπήκαμε στο πάρκο του Μπουέν Ρετίρο. Γελούσαμε σαν μικρά παιδιά που ετοιμάζουν σκανταλιά κι εσύ τρελή με ακολουθούσες χωρίς να ξέρεις που πάμε, νομίζω αυτή ακριβώς η ελευθερία ήταν που σε έκανε να γελάς χωρίς να βάζεις όρια στην χαρά σου. Περπατούσαμε ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και ήταν τόσο σκοτεινά, σαν να παίζαμε σε ασπρόμαυρη κακογυρισμένη ταινία του 60. Άνοιξα το βήμα μου. Θα σου έδινα ότι μου ζητούσες αλλά δεν θα σε άφηνα εκτεθειμένη ποτέ. Πως θα τα συνδύαζα δεν είχα ιδέα, ήμουν ο εαυτός μου. Κατάλαβες ότι φοβόμουν και σταμάτησες να γελάς. Φαινόταν επικίνδυνο εκείνο το αχανές πάρκο. Τέτοια ώρα, τι πλάσματα μπορούσαν να παραμονεύουν στις σκιές, είχα ξεχάσει κιόλας που ήταν η έξοδος. “Τι κάνω” αναρωτήθηκα. Μάλωσα με την παρορμητικότητα μου, με τον έρωτα μου για σένα, θύμωσα που με έκανες ότι ήθελες. Κράτησε η μάχη δυο δευτερόλεπτα, έχασα αμέσως, ή νίκησα, δεν ξέρω. Αυτός ήμουν, δεν θα με έκανε ο φόβος να είμαι κάποιος άλλος, όχι εμένα. Συνέχισα να περπατάω, εμπιστευόμουν τόσο πολύ τον εαυτό μου ότι θα σε προστάτευα ότι και να γινόταν, ένοιωθα τόσο δυνατός για εσένα, που δεν υπήρχε κάτι ανώτερο από εμένα για να φοβηθώ. Περάσαμε δίπλα από το άγαλμα του εκπεσόντα αγγέλου. Μικροί διάβολοι στα πόδια του ξερνούσαν νερό από το στόμα και τη μύτη τους και μια μορφή όμορφη, αγγελική, είκοσι μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας έπεφτε από τον ουρανό με φτερά τσακισμένα, με φίδια ζωσμένα στο κορμί του. Μου έσφιξες το χέρι και συνέχισες να με ακολουθείς με κλειστά τα μάτια, στα τυφλά. “Τι φοβάσαι”, ήθελα να σου πω, “άγγελοι διωγμένοι από τον παράδεισο είμαστε κι εμείς, αυτός μας καταλαβαίνει, όχι ο Θεός”. Μα σε ένιωσα να τρέμεις και δεν μίλησα. Μέχρι που φτάσαμε.

Άνοιξε τα μάτια” σου είπα, πέρασα το χέρι μου στον αυχένα σου πίσω από τα μαλλιά σου και σε έσφιξα. Σου χαμογέλασα ενθουσιασμένος και σε είδα να καθησυχάζεσαι. “Μετάνιωσες”; σε ρώτησα. “Ποτέ” μου απάντησες, μου φίλησες το μπράτσο και ξάπλωσες το πρόσωπο σου πάνω του. Πηδήξαμε τα κάγκελα, κατηφορίσαμε λίγο και βρεθήκαμε στη λίμνη. Λίγα μέτρα πιο μακρυά τρεμόπαιξε ένα φως, ίσως θα ήταν κάποιος φύλακας μέσα στην καλύβα που έκοβαν τα εισιτήρια το πρωί. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσα έριξα μια βάρκα μέχρι τη μέση στο νερό και σε βοήθησα να ανέβεις. Έσπρωξα το βαρκάκι ολόκληρο μέσα στο νερό και πήδηξα κι εγώ μέσα έχοντας γίνει μούσκεμα από τα γόνατα και κάτω, βαρκάρης φτωχός. Πήρα τα δυο κουπιά στα χέρια μου, στερέωσα την μέση μου και άρχισα αργά και σταθερά να κωπηλατώ. Εσύ έμεινες λίγο να με παρατηρείς σαν να μην πίστευες ότι το ζούσες. Ήταν παραμύθι ή αλήθεια; Δεν μπορούσες να καταλάβεις. Σηκώθηκες όρθια και γύρισες να κοιτάζεις τη λίμνη κατά εκεί που πηγαίναμε. Δεν άντεχες τόση ευτυχία, ούτε να την αναγνωρίσεις δεν μπορούσες. Εκεί, στην άκρη της βάρκας ήσουν σαν εξερευνητής, σαν Μαγγελάνος που ανακάλυπτε τον εαυτό του. Στο βάθος ξεπηδούσαν τεράστια μακρυά σκαλοπάτια μέσα από το νερό. Κοιτάξαμε πιο ψηλά, ένα κτίριο με κίονες χτιζόταν μπροστά μας όσο πλησιάζαμε. Κάθε μέτρο πιο μπροστά, διαλυόταν το σκοτάδι της νύχτας και άλλος όροφος γεννιόταν. Μέχρι που στην κορυφή του ανέβηκε ένας έφιππος καβαλάρης και βάλθηκε να καλπάζει στον ουρανό. Έκατσες πάλι κάτω και γύρισες να με κοιτάς, ηρέμησες. Ήσουν σίγουρη πια, ήταν παραμύθι. Τώρα μπορούσες να το ζήσεις.

Σε χάιδεψα στο πρόσωπο, μετρούσα με τα δάχτυλα μου κάθε εκατοστό σου για να πιστέψω το θαύμα. Ένας άπιστος Θωμάς που ακουμπούσε τις πληγές σου για να πιστέψει την δική του Ανάσταση. Με κοίταξες στα μάτια, “με φοβάσαι” μου είπες. Να σε φοβάμαι; Εγώ; Ακόμα και στο δρόμο που έμενα οι καθημερινοί εγκληματίες απόφευγαν να με πλησιάσουν. Ήταν τέτοια η ένταση μέσα μου που προκαλούσα αμηχανία και στους περαστικούς, σαν να έμπαιναν σε ηλεκτροφόρο πεδίο. Εγώ ζούσα μέσα σε αυτό το πεδίο, επιβίωνα. Εγώ ήμουν ο ήρωας του κόσμου μου. Μα ανάθεμα σε διάβολε! Σε φοβόμουν! Είχες δίκιο. Πόσο σε φοβόμουν χωρίς να ξέρω γιατί! Μήνες μετά θα το καταλάβαινα για τα καλά, όταν μου είπες ένα πρωί ότι είχες κάποτε κόψει τις φλέβες σου. Φαντάστηκα τον εαυτό μου πάνω στο μνήμα σου να ουρλιάζω από τον πόνο, να σταματάει η ζωή μου. Φοβόμουν να μην σε χάσω. Κι εκεί άλλαξαν όλα μέσα μου. Γιατί; Γιατί να μην σε χάσω;

Το καλό με την κατάθλιψη είναι ότι δεν φοβάσαι να πεθάνεις. Βλέπεις τον θάνατο σαν δώρο, λύτρωση. Κάπως έτσι: ζεις για χρόνια στην κόλαση κι έρχεται ο Διάβολος και σου λέει “μεγάλε πάρε δρόμο, το κλείνω το μαγαζάκι, φαλιμέντο”. “Και που θα πάω”; “Τι σημασία έχει, χειρότερα από εδώ δεν θα είναι”. Και φυσικά δεν φοβάσαι. Αφού δε νοιώθεις τίποτα μέσα σου πια. Κι όμως, τότε φοβήθηκα. Φοβήθηκα τον θάνατο πρώτη φορά στη ζωή μου. Τον δικό σου και τον δικό μου. Δεν ήθελα να πεθάνω! Πως θα σε άφηνα μόνη; Σου το υποσχέθηκα, δεν θα ήσουν μόνη ποτέ ξανά. Κι εσύ γέλασες. “Πως δεν θα είμαι μόνη αφού δεν ξέρω άλλο τρόπο να ζω”;

Με φοβάσαι” μου είπες, ενώ λίγο πριν σου κρατούσα το χέρι για να μην τρέμεις. Κι ήταν αλήθεια, μόνο εσύ θα μπορούσες να δεις μια τόσο κοφτερή αλήθεια και να την χαϊδέψεις δίχως να κοπείς. Δεν σου απάντησα, τι να πω; Όσο πιο πολύ μιλούσα, όσο πιο πολύ σου έδειχνα με τις πράξεις μου τον γενναίο άντρα που ήμουν, τόσο ανακάλυπτες το μικρό παιδί μέσα μου. Με έγδυνες με δυο λέξεις. Με έγδυνες και περίμενες να μείνω απέναντι σου γυμνός και υπερήφανος. Πως να το κάνω; Ανασφάλειες, χαμόγελα, δάκρυα, όνειρα, φόβοι, αδιέξοδα, αποτυχίες και ευτυχίες όλα γυμνά απέναντι σου. Το απαιτούσες και τα μάτια σου φώναζαν “αυτό είναι άντρας, αντέχεις”; Δεν ήξερα αν άντεχα, αλλά ήξερα ότι δεν θα έκανα πίσω κι ας μην έβγαινα ποτέ ξανά από αυτή τη βάρκα. Έβγαλα τη μπλούζα μου και σε σκέπασα με το κορμί μου, μέχρι που έσβησαν οι μορφές μας από αυτόν τον κόσμο. Έπεσαν τα κτίρια, πέταξε ο καβαλάρης, στέγνωσε η λίμνη, ακόμη και ο άγγελος κι εκείνος ο Θεός του δεν γεννήθηκαν ποτέ. Μείναμε για λίγο μόνο εσύ κι εγώ. Ύστερα χαθήκαμε κι εμείς, έμειναν μόνο οι ιδέες μας να ταλαντεύουν ένα βαρκάκι αδειανό.