– Είμαι ηλίθιος! Ηλίθιος! Πώς μπόρεσα να αργήσω στο πρωινό; Ηλίθιε! Γιατί είναι τόσο δύσκολο να είσαι σαν τις αδερφές σου; Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό! Συγγνώμη μανούλα μου… Μαμά μου, συγγνώμη. Είσαι τόσο καλή… Θυμώνω με τον εαυτό μου, όταν σε αναγκάζω να με τιμωρείς. Πόσο μεγάλη θλίψη μου προκαλεί να βλέπω τα χέρια σου να ματώνουν όταν με χτυπάς… Από τότε που κρεμάστηκε ο πατέρας μόνο εμένα έχεις. Πόσο τους μισούσα όλους στο χωριό! “Στης χήρας, λέγανε, “μακρυά από της χήρας”!
Έκλεισα την πόρτα και κλείδωσα τις σκέψεις στο δωμάτιο μου. Έπρεπε να τα κάνω όλα σωστά και θα τα έκανα. Οι τουρίστες είχαν βγει από τα δωμάτια τους και με περίμεναν μπροστά από την είσοδο του ξενοδοχείου μας για να τους ξεναγήσω στο κάστρο της Αρχαίας Κορίνθου. Η ξενάγηση περιλαμβανόταν στην τιμή, όπως η διατροφή και η διαμονή. Η Ισμήνη η αδερφή μου ήταν υπεύθυνη για τις κρατήσεις και για τη ρεσεψιόν, η μεγαλύτερη αδερφή μου η Ιφιγένεια για την καθαριότητα και η μητέρα μου για το φαγητό.
– Όπως σας είπα, το κάστρο της Αρχαίας Κορίνθου είναι το μεγαλύτερο στην Πελοπόννησο και ένα από αυτά που έχουν κατοικηθεί για την μεγαλύτερη χρονική διάρκεια στην ανθρωπότητα. Από τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Φράγκους, τους Ιππότες της Ρόδου, τους Τούρκους και ξανά τους Έλληνες…
– Συγγνώμη κύριε ξεναγέ, μήπως θα μπορούσατε να προχωράτε πιο αργά; Είναι ανηφόρα κι αυτές οι πέτρες γλιστράνε!
Γύρισα και κοίταξα πίσω μου, κάποιοι βρίσκονταν πενήντα μέτρα μακρυά μου. Για ποιον μιλούσα τόση ώρα; “Ηλίθιοι! Δεν αξίζετε να πατάτε αυτό το χώμα των ηρώων μου”…
– Ηρέμησε Διογένη…
Η Μαρού χάιδεψε την πλάτη μου και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Τα ξέχασα όλα. Ήταν η βοηθός μου στην ξενάγηση αλλά και σε όλη μου την ζωή. Συνοδοιπόρος σε μια γκρίζα ζωή. Δεν ξέρω πόσα χρόνια ήμουν ερωτευμένος μαζί της και ήταν και αυτή, νομίζω από πάντα! Αυτά που λένε ότι ο έρωτας δεν κρατάει για πάντα είναι κουταμάρες, για πάντα Μαρού. Στην αιωνιότητα! Δεν την είχα γνωρίσει ακόμα στην μητέρα μου αλλά θα γινόταν κάποτε και αυτό.
Πλησίαζε το σούρουπο όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Όπως κάθε φορά ήταν όλοι τους εξουθενωμένοι και όπως κάθε φορά ένας από τους ηλίθιους είχε χάσει το τηλέφωνο του.
– Μην ανησυχείτε κύριε, συμβαίνει συχνά. Τι μάρκα είναι η συσκευή σας; Α, μάλιστα. Υπάρχει η υπηρεσία εντοπισμού συσκευής μέσω gps. Θα βάλετε τα στοιχεία σας σε αυτή την σελίδα και θα σας δείξει ακριβώς σε ποιο σημείο εκπέμπει το στίγμα του το τηλέφωνο σας. Πώς; Θέλετε να σας βοηθήσω; Μάλιστα, θα το κάνω εγώ για εσάς. Ορίστε, βλέπετε; Κάπου θα σας έπεσε στο κάστρο. Πρέπει να βιαστούμε πριν κλείσει η συσκευή σας από μπαταρία και εξάλλου σε λίγα λεπτά έξω θα είναι νύχτα. Πάμε μαζί στο κάστρο.
Μαρού μου θα έκανα τα πάντα για εσένα, το ξέρεις ήδη. Όλα αυτά τα χρόνια έκανα ότι ήταν απαραίτητο. Ήξερα που ήταν το τηλέφωνο του. Ήξερα ότι τον περίμενες στον αρχαίο μύλο. Η Λαΐδα, η μαντάμ Ντεσάμπ, η μις Μάγκυ, η Δέσπω, όλες τον περίμεναν. Τους μισώ τους άντρες! Τους μισώ το ίδιο με εσάς! Ας πούμε ότι ήμουν κάτι σαν εξωτερικός συνεργάτης αυτής της ομάδας που πέθαινε για εκδίκηση. Όχι. Ήμουν κάτι παραπάνω. Στο είπα Μαρού, θα έκανα τα πάντα για εσένα. Ακόμα και τις νύχτες με την πανσέληνο που όλες μαζί έπεφταν πάνω μου για να εκτονώσουν τα πάθη του κορμιού τους, για εσένα το έκανα. Πως φοβόμουν στην αρχή… Πονούσα. Αλλά έπρεπε να το κάνω. Παραδόθηκα μέχρι που συνήθισα και το έκανα όσο συχνά χρειαζόταν. Για εσένα.
Γύρισα το κλειδί μέσα στο λουκέτο κι εκείνο μαζί με την αλυσίδα σύρθηκε πάνω στη σιδερένια πύλη του κάστρου αφήνοντας στον άνεμο να ταξιδέψει ένας ήχος που έμοιαζε με αμαξοστοιχία. Το τρίξιμο της πόρτας κι ένα ζευγάρι νυχτερίδες που όρμησαν κατά τον νυχτερινό ουρανό έκαναν τον επισκέπτη μου να παγώσει μπροστά στην είσοδο.
– Άλλο τη μέρα, άλλο τη νύχτα ε; Έλα! Τυχερός είσαι, λίγοι έχουν δει αυτά που θα δεις.
Το φεγγάρι ζητούσε ακόμη μια νύχτα για να γεμίσει τον κύκλο του. Το φως του έλουζε τους τοίχους του οχυρού και το ξέπλενε από τα καθώς πρέπει της ημέρας. Με τον ήλιο κοιμόταν, με τ΄ αστέρια μπορούσες να νιώσεις τους παλμούς του κάτω από τα πόδια σου. Ήταν ζωντανό. Περπατούσα αργά για να με προλαβαίνει ο καλεσμένος μου, δεν ήθελα να γλιστρήσει σε κάποια πέτρα και να σκοτωθεί πριν φτάσει στον μύλο.
– Μήπως να το αφήσουμε το τηλέφωνο; Θα πάρω άλλο.
– Φτάσαμε. Κοίτα το gps, πρέπει να σου έπεσε στον μύλο. Εκεί είναι πάντα ανοιχτά.
Κατέβηκα τρία σκαλοπάτια και εξαφανίστηκα στο βαθύ σκοτάδι. Μόνο το χέρι μου, από τον αγκώνα και κάτω, έμεινε έξω στο φεγγαρόφως να του γνέφει “έλα μαζί μου”.
– Άσ΄ το καλύτερα, θα περιμένω εδώ.
Η Μαρού τον έπιασε από τον λαιμό. Του έσφιξε την καρωτίδα και δεν ξέρω αν ήταν το χέρι της ή εκείνο το “έλα”, ο μακρόσυρτος υγρός ψίθυρος που του έκοψε την ανάσα.
– Άσε με… Κάτω…
Προσπάθησε να αποδεσμευτεί και να φωνάξει αλλά την κραυγή του κατάπιαν οι λεύκες και την έθαψαν κάτω από τα πεσμένα φύλλα τους. Έκανε να της αρπάξει τον καρπό αλλά το χέρι του διαπέρασε το δικό της.
– Ανόητε…
Ήταν ο ίδιος απόκοσμος ψίθυρος κι ύστερα… Ύστερα γεννήθηκε μέσα από το έρεβος. Το αερικό, η αγαπημένη μου Μαρού.
Του πήρε τη μιλιά και τον κατέβασε από τα σκαλοπάτια στο δωμάτιο της τιμωρίας του. Η Λαΐδα τον χάιδεψε με τα δάχτυλα της, μετρέσα του αντρικού κορμιού, η μαντάμ Ντεσάμπ τον αγκάλιασε με την ίδια αγάπη που έδινε στον δολοφόνο της επί τριάντα χρόνια γάμου, η μις Μάγκυ, παιδί ακόμα, έτρεξε κι έπεσε πάνω στα πόδια του σφίγγοντας τα, όπως έκανε στον πατέρα της τις τελευταίες στιγμές πριν την πετάξει από τα βράχια του κάστρου. Και τελευταία η Δέσπω. Αυτή που το μεγαλύτερο μίσος φώλιαζε στην καρδιά της, αυτή που δεν αγάπησε ποτέ. Που ποτέ δεν ξέχασε τον Τούρκο στρατηγό Κιαμήλ-Μπεη και το στράτευμα του. Χίμηξε πάνω του σαν λυσσασμένο θηρίο και κατασπάραξε τα σωθικά του.
Ήταν ήδη παγωμένος όταν τον άφησαν στα χέρια μου κι άρχισαν να με αγγίζουν όλες μαζί. “Σ΄ ευχαριστούμε Διογένη”… Εκείνη η γλύκα τους, η αποδοχή, η γυναικεία φροντίδα, πλημμύριζε την ψυχή μου. Φόρτωσα το πτώμα στην πλάτη μου. Το ξέρεις, θα έκανα τα πάντα για εσένα Μαρού μου, γιατί εσύ με κρατάς ζωντανό. Σ΄ αγαπώ.